- σπλάγχνων
- σπλάγχνονinward partsneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PROSICIAE vel PRAESICIAE — dictae sunt partes extorum, quae prosecari et Diis porrici consuevêre. Festus, Prosicium, quod praesecatum porricitur. Arnob. l. 7. Quod si omnes bas partes, quas Praesicias dicitis, accipere Dri ament, quid intercedit, quid prohibet, ut non… … Hofmann J. Lexicon universale
εκσπλάγχνιση — η 1. η αφαίρεση τών σπλάγχνων 2. ιατρ. α) είδος εμβρυοτομίας κατά την οποία αφαιρούνται τα σπλάγχνα τού εμβρύου που βρίσκεται στη μήτρα β) η έξοδος τών κοιλιακών σπλάγχνων που οφείλεται σε διάρρηξη χειρουργικού τραύματος … Dictionary of Greek
εκσπλάγχνωση — η 1. η αυτόματη έξοδος τών σπλάγχνων εξαιτίας ρήξεως ουλής λαπαροτομίας 2. η διάνοιξη τού θώρακα και τής κοιλιάς νεκρού εμβρύου με σκοπό την αφαίρεση τών σπλάγχνων του και διευκόλυνση τής εξαγωγής του σε περίπτωση δυστοκίας … Dictionary of Greek
σπλαγχνοσκοπία — η, ΝΜΑ, και σπλάγχνο σκοπεία Μ η μαντεία που γινόταν με εξέταση τών σπλάγχνων τού ζώου το οποίο προσφέρθηκε στη θυσία, αλλ. ιεροσκοπία νεοελλ. ιατρ. μακροσκοπική εξέταση τών σπλάγχνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + σκοπιά (< σκόπος < σκοπός < … Dictionary of Greek
EXTISPICES — ab extis inspiciendis dicti sunt olim Auspices, qui e victimatum in aris occisarum visceribus, ex artis suae quae Extispicina dicta est, disciplina consideratis, sutura praedicebant; de qua Cic. Extis, inquit, omnes fere utimur. Haec viguit… … Hofmann J. Lexicon universale
VISCERA — Graece σπλάγχνα, Veteribus proprie, quidquid inter cutem et ossa, seu quidquid sub corio est, ut ait Servius, ad illud l. 1. Aen. v. 215 Tergora diripiunt costis, et Viscera nudant. Unde visceratio, ἡ κρεωδαισία, de qua postea: et viscera membra… … Hofmann J. Lexicon universale
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
βουβωνοκήλη — Η προώθηση των σπλάγχνων στον βουβωνικό πόρο. Η πάθηση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που μπορεί να προέλθει από ανύψωση βάρους, δυσκοιλιότητα, έντονο και συνεχή βήχα κ.ά., ή στη χαλάρωση των κοιλιακών τοιχωμάτων. Όταν… … Dictionary of Greek
εκσπλαγχνισμός — ο ιατρ. η εξαγωγή (αφαίρεση) τών σπλάγχνων εξαιτίας τραύματος ή κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιά, κοιν. ξεκοίλιασμα … Dictionary of Greek
ενδοσκόπηση — Η άμεση παρατήρηση του εσωτερικού ενός κοίλου οργάνου σε κάποιο ζωντανό οργανισμό ή κάποιου μέρους στο εσωτερικό ενός μηχανήματος, που είναι απρόσιτο στο ανθρώπινο μάτι. Η σύγχρονη μέθοδος άμεσης παρατήρησης και φωτογράφησης αντικειμένων που… … Dictionary of Greek